- παράνυμφος
- ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ναυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάροςνεοελλ.το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμουμσν.-αρχ.φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στη συζυγική εστία, νυμφαγωγός*, νυμφευτής*αρχ.(ως θηλ.) ἡ παράνυμφοςα) ανύπαντρη κόρη η οποία συνόδευε τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού, νυμφεύτρια*β) (στον Αριστοφ.) ένα από τα πρόσωπα τού δράματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -νυμφος (< νύμφη)].
Dictionary of Greek. 2013.